άπηκτος — κ. άπηχτος η, ο (Α ἄπηκτος, ον) αυτός που δεν έχει πήξει, μαλακός νεοελλ. φρ. «το μυαλό του είναι άπηχτο ακόμη» δεν συμπεριφέρεται με ωριμότητα, παιδιαρίζει αρχ. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί … Dictionary of Greek
въдроужити — ВЪДРОУЖ|ИТИ (8*), ОУ, ИТЬ гл. 1.Водрузить, укрепить, утвердить: Хотѩи поставити манастырь преже да преди еп(с)поу того града. ˫ако да тамо бывъ мл҃твоу и кр(с)тъ въдроужить. и тогда зданию начатъкъ бываѥть. (πήξει) ПНЧ 1296, 75 об.; скова оуже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BITUMEN — sulpuri naturâ vicinum, alibi limus, verba sune Plinii l. 35. c. 15. alibt terra; limus e Iudaeae lacu emergens: terra in Syria, circa Sidonem oppidum maritimum, Spissantur baec utraque et in densitatem coeunt. Est vero liquidum bitumen, sicut… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφίθρεπτος — ἀμφίθρεπτος, ον (Α) [τρέφω] (για το αίμα) αυτός που έχει πήξει γύρω από ένα τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θρεπτός*] … Dictionary of Greek
αναπήζω — 1. κάνω κάτι να πήξει εκ νέου, ξαναπήζω 2. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό για να επαρκέσει έπειτα στη ζύμωση … Dictionary of Greek
βραδύπηκτος — η, ο αυτός που αργεί να πήξει … Dictionary of Greek
επιπήγνυμι — ἐπιπήγνυμι και ἐπιπηγνύω (AM) [πήγνυμι] τοποθετώ επάνω, στερεώνω, θεμελιώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει στην επιφάνεια («ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας», Ξεν.) 2. (αμτβ.) πήζω 3. παθ. ἐπιπήγνυμαι προσηλώνομαι, στερεώνομαι … Dictionary of Greek
επισυνίστημι — ἐπισυνίστημι (Α) [συνίστημι] 1. ενεργώ ώστε κάτι να πήξει 2. συγκεντρώνω, μαζεύω 3. προσεταιρίζομαι κάποιον 4. εναντιώνομαι … Dictionary of Greek
ημιπαγής — ἡμιπαγής, ές (Α) ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ νεοελλ. ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα αρχ. 1. (μτφ. για τη μάθηση)… … Dictionary of Greek
θρομβώδης — ες (Α θρομβώδης, ες) [θρόμβος] αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους νεοελλ. αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. επίρρ... θρομβωδώς με θρομβώδη τρόπο … Dictionary of Greek